- κωπηλάτου
- κωπήλατοςformed like an oarmasc/fem/neut gen sgκωπηλάτηςrowermasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάτεργος — ο (AM κάτεργος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. α) το κάτεργο i) (παλαιότερα) αχρηστευμένο και ελλιμενισμένο πλοίο, το οποίο χρησίμευε ως φυλακή καταδίκων ii) κάθε πολεμικό πλοίο, γαλέρα και γενικὼς μεγάλο πλοίο β) φρ. i) «καταδίκη σε κάτεργα» βαριά… … Dictionary of Greek
κουμβάριον — το (στο Βυζάντιο) τύπος μακρού κωπήλατου ή ιστιοφόρου πλοιαρίου τών αραβικών παραλίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cumba «λέμβος» + κατάλ. άριον] … Dictionary of Greek
μπιαντές — ο τύπος μικρού κωπήλατου σκάφους με κουπιά διατεταγμένα ανά ζεύγος κατά σέλμα, ώστε ο καθένας από τους κωπηλάτες να χειρίζεται δύο κουπιά ταυτόχρονα … Dictionary of Greek
σαμπάν — και σαμπάνγκ, το, Ν άκλ. συνήθης τύπος ιστιοφόρου ή κωπήλατου πλοιαρίου στην Κίνα και στην Ιαπωνία, με επίπεδη γάστρα, χωρίς τρόπιδα, το οποίο χρησιμοποιείται για την μεταφορά ανθρώπων και μικρών φορτίων ή, σπανίως, και ως κατοικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek